- βερβερίδα
- (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1-2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη μεταμόρφωση φύλλων, ενώ τα πραγματικά φύλλα είναι αντοωειδή, προμήκη, μέτρια σε μέγεθος, ενωμένα σε δεσμίδες, με σκληρές ακανθώδεις βλεφαρίδες στα χείλη. Τα άνθη τους είναι μικρά, ενωμένα με κρεμαστούς βότρεις. Έχουν κίτρινο χρώμα και αποτελούνται από έξι σέπαλα, έξι πέταλα και έξι στήμονες. Η ωοθήκη είναι επιφυής με βραχύτατο στύλο. Ο φαγώσιμος καρπός είναι μακρουλή ράγα, με κόκκινο βαθύ χρώμα και ελαφρώς όξινη σάρκα. Το φυτό είναι διαδεδομένο στα άνυδρα δάση και στους φράκτες. Το ξύλο του είναι σκληρό και χρήσιμο για ξυλουργικές εργασίες του τόρνου. Η ρίζα περιέχει μια κίτρινη χρωστική ουσία, τη βερβερίνη, που χρησιμοποιείται στη βαφή υφασμάτων. Η β. η κοινή, μαζί με το συγγενές είδος β. η κρητική, είναι φυτά της ελληνικής χλωρίδας και αποτελούν τους ξενιστές του μύκητα των σκωριάσεων των σιτηρών. Η β. η κρητική είναι φρυγανώδης θάμνος, ύψους 30-80 εκ., με κίτρινα άνθη και ακέραια φύλλα. Ο καρπός είναι μελανή ράγα. Φύεται σε υποαλπικές βραχώδεις περιοχές και είναι γνωστό με πολλά κοινά ονόματα, όπως γλυκαγκαθιά, οξαγκαθιά, δράτσινο κ.ά. Η β. η μελανοπορφυρά, ποικιλία της κοινής, έχει πορφυρά φύλλα, κόκκινους καρπούς και χρησιμοποιείται για το στόλισμα των κήπων. Οι καρποί της β. είναι χρήσιμοι στη φαρμακευτική για χολολιθίαση, νεφρολιθίαση και κολικούς νεφρών.
Από τα ξενικά είδη, τα φυλλοβόλα β. η ρεγέλειος και β. η καναδική καθώς και τα αείφυλλα β. η σαργεντιανή και β. η στενόφυλλη καλλιεργούνται για τα ελκυστικά την άνοιξη άνθη τους, το γυαλιστερό πράσινο –ή κοκκινωπό το φθινόπωρο φύλλωμά τους– και τους μελανοκόκκινους καρπούς τους.
Η βερβερίδα, αγκαθωτός θάμνος με μικρά κίτρινα άνθη· οι υπόξινοι κόκκινοι καρποί της τρώγονται.
Dictionary of Greek. 2013.